- ημιπαράφρων
- (-όνος), ων, ον полусумасшедший, полоумный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ημιπαράφρων — ον εν μέρει παράφρων, μισότρελος, σχεδόν φρενοβλαβής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + παράφρων. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Ιω. Κ. Καμπούρογλου] … Dictionary of Greek
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek